Ο Αχιλλέας σημαντική αρχαία προσωπικότητα της Θεσσαλίας αλλά και της Ελλάδας, αποτέλεσε κεντρικό ήρωας της Ιλιάδας του Ομήρου. Γιος του βασιλιά Πηλέα και της Θέτιδας, μία από τις θεότητες της θάλασσας, γεννήθηκε στη Φθία, περιοχή που εκτινόταν από τη Νέα Αγχίαλο ως τα Φάρσαλα.
Λέγετε ότι η μητέρα του θέλοντας να τον κάνει αθάνατο τον βάφτισε στις φλόγες της ιερής φωτιάς ή στα ύδατα της Στυγός του ποταμού Κράθη. Η Θέτιδα κρατούσε τον Αχιλλέα από τη φτέρνα και τον βουτούσε στα νερά του ποταμού, όταν αντίκρισε αυτό το θέαμα ο βασιλιάς Πηλέας την έδιωξε έχοντας την εντύπωση ότι προσπαθεί να πνίξει το γιο του, έτσι το μοναδικό τρωτό σημείο στο σώμα παρέμεινε η φτέρνα.
Αργότερα ο βασιλιάς Πηλέας εμπιστεύτηκε στον κένταυρο Χείρωνα την ανατροφή του Αχιλλέα, από τον κένταυρο διδάχτηκε την τέχνη του πολέμου και του κυνηγιού, της ιατρικής και της μουσικής.
Ο Αχιλλέας πήρε μέρος στον Τρωικό πόλεμο παρά τη θέληση της μητέρας του η οποία τον είχε κρύψει στο παλάτι του Λυκομήδη στη Σκύρο. Στον πόλεμο συνοδευόταν από τον Πάτροκλο και τον Φοίνικα ενώ διοικούσε 50 πλοία Μυρμιδόνων. Στον πόλεμο διακρίθηκε ως ο πιο γρήγορος και δυνατός από τους Έλληνες πολεμιστές, κατάφερε να κατακτήσει συνολικά 23 πόλεις, ενώ όταν ο Αγαμέμνονας του άρπαξε την σκλάβα του Βρισηίδα την οποία είχε πάρει αιχμάλωτη κατά τη διάρκεια του πολέμου, θεώρησε ότι προσβλήθηκε και οργισμένος έφυγε από τον πόλεμο.
Γύρισε στο πεδίο της μάχης μόνο μετά το θάνατο του αγαπημένου φίλου του Πάτροκλου. Με τη βοήθεια της μητέρας του αλλά και της Θεάς Αθηνάς κατάφερε να καταλάβει την Τροία και να σκοτώσει τον Έκτορα.
Στην συνέχεια όμως ο Πάρης γιος του Πριάμου, με τη βοήθεια του Θεού Απόλλωνα ο οποίος γνώριζε το μοναδικό τρωτό σημείο στο σώμα του Αχιλλέα κατάφερε να τον σκοτώσει χτυπώντας με δηλητηριασμένο βέλος τη φτέρνα του Αχιλλέα.